- τελεόμηνος
- και τελειόμηνος, -ον, Α1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.)2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες τής κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + -μηνoς (< μήν, μηνός), πρβλ. δωδεκά-μηνος].
Dictionary of Greek. 2013.